διακονιάρης

διακονιάρης
και διακόναρος, ο (θηλ. διακονιάρα ή διακονιάρισσα, η) [διακονιά]
1. ζητιάνος, επαίτης
2. άνθρωπος κατώτερης κοινωνικής ή οικονομικής θέσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διακονιάρης — ο θηλ. διακονιάρισσα ζητιάνος, επαίτης, ζήτουλας: Έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ως διακονιάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… …   Dictionary of Greek

  • διακονιάρικος — η, ο [διακονιάρης] 1. αυτός που ανήκει ή που αναφέρεται ή αρμόζει στον διακονιάρη 2. το ουδ. ως ουσ. διακονιάρικο φτωχόπαιδο που ζητιανεύει …   Dictionary of Greek

  • επαίτης — ο (AM ἐπαίτης, θηλ. ἐπαῑτις») [επαιτώ] ζητιάνος, ζήτουλας, διακονιάρης μσν. νεοελλ. «μοναχοί ἐπαῑτες ἤ Τάγματα τῶν Ἐπαιτῶν» μοναχικά τάγματα που ιδρύθηκαν κατά τον 13ο αιώνα και συντηρούνται με τις ελεημοσύνες τών πιστών …   Dictionary of Greek

  • καθάριος — α, ο (AM καθάριος, ον, Α και καθάρειος, ον) καθαρός, παστρικός νεοελλ. 1. σίγουρος, αναπόφευκτος, αυτός που με απόλυτη βεβαιότητα θα συμβεί («αφύσικος πραματευτής καθάριος διακονιάρης» αυτός που εμπορεύεται αλόγιστα χρεωκοπεί αναπόφευκτα,… …   Dictionary of Greek

  • Μαρτινέλης, Γεώργιος — (Κέρκυρα 1836 – 1896). Λογοτέχνης. Σπούδασε στην Ιταλία, όπου έμεινε μερικά χρόνια, και στη συνέχεια επέστρεψε στη γενέτειρά του, αρχίζοντας πολύχρονους αγώνες για την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα. Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για… …   Dictionary of Greek

  • επαίτης — ο αυτός που επαιτεί, ζητιάνος, ζήτουλας, διακονιάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζητιάνος — ο θηλ. ζητιάνα επαίτης, διακονιάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτωχός, -ή — και ιά, ό 1. αυτός που ζει σε φτώχεια, που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει με ζητιανιά, ζητιάνος, διακονιάρης. 2. αυτός που μειονεκτεί σε κάτι, που υστερεί, ανεπαρκής, ελλιπής, λειψός: Τροφές φτωχές σε βιταμίνες. – Φτωχό λεξιλόγιο. 3 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”